φυλλοβολώ — φυλλοβόλησα 1. αμτβ., ρίχνω τα φύλλα, μου πέφτουν τα φύλλα, φυλλορροώ. 2. (για λουλούδια), χάνω τα πέταλα, μαδιέμαι. 3. (με αντίθ. σημασία), βγάζω φύλλα, βλαστάνω φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλοβολῶ — φυλλοβολέω shed the leaves pres subj act 1st sg (attic epic doric) φυλλοβολέω shed the leaves pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλοβολή — η, Ν [φυλλοβολώ] η φυλλοβολία, το πέσιμο τών φύλλων … Dictionary of Greek
φυλλοβόλημα — το, Ν [φυλλοβολώ] η φυλλοβολία … Dictionary of Greek
φυλλοβόλησις — ολήσεως, ἡ, Μ [φυλλοβολῶ] η φυλλοβολία … Dictionary of Greek
φυλλορροώ — φυλλορρόησα 1. αμτβ. (για φυτό), αποβάλλω φυσιολογικά τα φύλλα μου, τα ρίχνω κάτω, φυλλοβολώ. 2. μτφ., εξασθενώ βαθμιαία, σβήνω, χάνομαι: Οι ελπίδες φυλλορρόησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)